φθείρασα

φθείρασα
φθείρᾱσα , φθείρω
destroy
aor part act fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λοιμώδης — ες (AM λοιμώδης, ώδες) [λοιμός] (για νόσο) αυτός που συνοδεύεται από συμπτώματα λοιμού, αυτός που μοιάζει με λοιμό, θανατηφόρος («βλάψασα καὶ μέρος τι φθείρασα ἡ λοιμώδης νόσος», Θουκ.) νεοελλ. φρ. «λοιμώδης νόσος» νόσος που μεταδίδεται με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”